Ο 27χρονος πτυχιούχος Κλαούντιο εργάζεται σε μια πολυεθνική του Μιλάνου. Του αρέσει η δουλειά, αλλά ο μισθός των 1.028 ευρώ και η σύμβαση περιορισμένου χρόνου τού προκαλεί ανασφάλεια. Για να τα βγάλει πέρα, καταφεύγει στη “δημιουργική οικονομία”. Αυτή είναι η υπόθεση του μπεστ σέλερ “Η γενιά των 1.000 ευρώ”, που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2006. Με το βιβλίο, «απλώς ξεσκεπάσαμε ένα καζάνι που ήδη έβραζε», λέει ένας από τους συγγραφείς.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα, εδώ κυριαρχεί η γενιά των 700 ευρώ. Η Ζωή και ο Θανάσης ανήκουν σε αυτή. Απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, κάτω των 30 ετών. Βιώνουν την ίδια ανασφάλεια. Τα οικονομικά τους είναι πιεσμένα, οι επαγγελματι κές ευκαιρίες περιορισμένες, η εργασιακή ανασφάλεια δεδομένη και οι ώρες εργασίας ατελείωτες χωρίς να πληρώνονται υπερωρίες. Παρ΄ όλα αυτά δηλώνουν αισιόδοξοι, έχουν πίστη στις ικανότητές τους, αλλά δεν σταματούν να θέτουν ερωτήματα. «Σήμερα, οι νέοι αναζητούν εναγωνίως απαντήσεις. Θέλουν ένα δίκαιο μέλλον, βεβαιότητα προοπτικής και ισότητα ευκαιριών ζωής. Ποιος όμως θα τους τα προσφέρει;», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
«Μόνο χαρτζιλίκι»
«Σπούδασα Δημόσιες Σχέσεις και Επικοινωνία, σήμερα κάνω μεταπτυχιακό εξ αποστάσεως και εργάζομαι σε εταιρεία οργάνωσης συνεδρίων με μισθό 850 ευρώ», λέει στα «ΝΕΑ» η 26χρονη Ζωή.
Δεν είναι η πρώτη της δουλειά, αλλά μέχρι τώρα είναι η καλύτερη αμοιβή που έχει λάβει, αφού στην πρώτη της εργασία είχε «αστείες αποδοχές, ίσα ίσα για χαρτζιλίκι», όπως σημειώνει, και στην επόμενη έπαιρνε 700 ευρώ. Για να είναι ανεξάρτητη, συγκατοικεί και δίνει 270 ευρώ για το ενοίκιο, αφού οι τιμές στην Αθήνα είναι απαγορευτικές για κάποιον με ανάλογα εισοδήματα. «Η Αθήνα όμως είναι πανάκριβη, έχει αρχίσει να μην υποφέρεται. Θέλει να δουλέψεις “δημιουργική οικονομία” στο φουλ», τονίζει. Ως «δημιουργική οικονομία» εννοεί τις μεθόδους περιορισμού των εξόδων, όπως η συγκατοίκηση.
Όταν αποφοίτησε θεωρούσε πως εύκολα θα έβρισκε δουλειά, τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δύο χρόνια προϋπηρεσία και μεταπτυχιακό ήταν οι ελάχιστες προϋποθέσεις, ενώ η επιφυλακτικότητα απέναντι στους νέους δεδομένη για τους περισσότερους εργοδότες. Το αποτέλεσμα; «Βρήκα δουλειά μέσω γνωστού. Στην Ελλάδα για να βρεις δουλειά, πρέπει να έχεις γνωστό για να σε προωθήσει και να πιστέψει σε εσένα και να νιώθεις μια στοιχειώδη ασφάλεια στον εργασιακό χώρο, ειδικά αν είσαι γυναίκα», λέει.
Για τον καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Ιωάννη Κουζή, «η επισφάλεια των νέων διαμορφώνει μια ψυχολογία ασθενική, όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για την αγορά εργασίας και την κοινωνική συνοχή. Μέσα από την εργασία του ο άνθρωπος πρέπει να ζει αξιοπρεπώς και να νιώθει ικανοποιημένος. Αν αυτό καταρρακώνεται, τότε οι συνέπειες είναι οδυνηρές».
«Ποτέ κάτω από 12ωρο»
Ο Θανάσης είναι 29 ετών, έχει πτυχίο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών και μάστερ στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές και προσπαθεί «όπως όλοι, να βρω μια δουλειά με ανθρώπινο ωράριο, ικανοποιητικές αποδοχές και δημιουργικό αντικείμενο», λέει. Προσθέτει μάλιστα ότι αυτό στην Ελλάδα «ακούγεται σαν όνειρο θερινής νυκτός. Πιθανόν αν το πει κάποιος να κατηγορηθεί για υπερβολικές απαιτήσεις, ίσως και να χλευαστεί».
Από τα 23 του χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, από τις οποίες καμία δεν του απέφερε πάνω από 1.000 ευρώ και φυσικά δεν δούλευε ποτέ λιγότερες από 12 ώρες την ημέρα, ενώ αναφέρει ότι συχνά η εύρεση δεύτερης δουλειάς είναι μονόδρομος για να συμπληρώσει κάποιος το εισόδημά του. Τώρα είναι διοικητικός υπάλληλος σε νομαρχία.
ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΟΝLINE
Σχολιάστε