Ο Μ. Καραγάτσης κατηγορήθηκε ως σεξιστής και μισογύνης.
Πρόκειται για τερατώδη παρανόηση. Ως μυθιστορηματικά πρόσωπα, οι γυναίκες του έχουν μια φυσική σοφία, που εκφράζεται πάντοτε ως υπαγωγή της σεξουαλικότητάς τους σε μια ευρύτερη στρατηγική πόρευσης στην κοινωνία. Εδώ, ο συγγραφέας στα μέσα του ΄50 φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Κ οντά μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Καραγάτσης εξακολουθεί να διαβάζεται όσο κανένας άλλος πεζογράφος της γενιάς του ΄30. Γεγονός τόσο πρόδηλο όσο εύκολη είναι μια πρώτη εξήγησή του: ο Καραγάτσης είναι ένας συγγραφέας με οργιώδη μυθοπλαστική φαντασία, δυνατούς χαρακτήρες, μεγάλη ζωντάνια λόγου και, παρότι έντονα, θα μπορούσα να πω: σπαρακτικά, προβληματισμένος, μεταξύ άλλων και για τη φύση της λογοτεχνικής γραφής, με πλήρη αδιαφορία για τη διάκριση ανάμεσα σε «υψηλή» (λόγια) και «λαϊκή» λογοτεχνία- κάτι που μερικοί κριτικοί δεν μπορούν ακόμα και σήμερα να του συγχωρήσουν.
Αν θέλουμε να το ψάξουμε λίγο περισσότερο, ο Καραγάτσης είναι ο πιο αστικός συγγραφέας της εποχής του. Σε αντίθεση με τις παλιομοδίτικες μεγαλοαστικές σάγκα του Πετσάλη-Διομήδη, τον χλιαρό ουμανισμό του Τερζάκη, τα ιδεοκρατικά μυθιστορήματα του Θεοτοκά, ο Καραγάτσης κοίταξε κατάματα τις δυνάμεις του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, τις αποδέχτηκε, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά τους, και τις έκανε το κατ΄ εξοχήν υλικό της μυθιστορηματικής έμπνευσής του (ενώ ο Θεοτοκάς, για παράδειγμα, θαμπώθηκε από τις εξωτερικές πλευρές τους). Αυτή η ικανότητα του Καραγάτση να παρακολουθεί τη δυναμική των καινούργιων κοινωνικών σχέσεων είναι που κάνει τα μυθιστορήματά του να φαίνονται και σήμερα μοντέρνα, παρόλο που η βιοθεωρία του και οι ρωμαλέοι, προμηθεϊκοί χαρακτήρες του είναι μάλλον ξεπερασμένοι.
Eπικρίθηκε ως βερμπαλιστής. Κατηγορία ολότελα άδικη, αν όχι παράλογη, για όποιον διαβάζει τα βιβλία του και δεν τα φυλλομετράει απλώς. Οι λέξεις στον Καραγάτση δεν είναι πλουμίδια και παραγεμίσματα των ιδεών του. Είναι στερεά υλικά που αποσπά η χειμαρρώδης ροή της συγγραφικής σκέψης του από όλα τα κοιτάσματα της γλώσσας. Δεν υποκαθιστούν την ουσία, την πολιορκούν για να την αποφλοιώσουν.
Κατηγορήθηκε επίσης- και εξακολουθεί να κατηγορείται από ορισμένες πλευρές- ως σεξιστής και μισογύνης. Πρόκειται για τερατώδη παρανόηση, που μόνο σ΄ έναν πολιτικά ορθό φεμινιστικό πουριτανισμό μπορεί να αποδοθεί. Ο Καραγάτσης τρέφει βαθύτατο θαυμασμό, αν όχι δέος για τη γυναίκα. Τη θεωρεί, ίσως υπερεξιδανικεύοντάς τη, το καλύτερο μισό του ανθρώπου. Μπορεί οι δαιμονικοί ανδρικοί χαρακτήρες του να εντυπωσιάζουν με την προσωπικότητά τους, αλλά στο τέλος καταβαραθρώνονται από τα πάθη τους και τις εμμονές τους, ενώ οι γυναίκες, αν και λιγότερο φανταχτερές ως μυθιστορηματικά πρόσωπα, έχουν μια φυσική σοφία, που εκφράζεται άλλοτε ως προσαρμοστικότητα και ικανότητα επιβίωσης, άλλοτε ως αίσθημα ευθύνης για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, άλλοτε ως ανώτερη μορφή δικαιοσύνης και πάντοτε ως υπαγωγή της σεξουαλικότητάς τους σε μια ευρύτερη στρατηγική πόρευσης στην κοινωνία. Ασφαλώς ο Καραγάτσης δεν είναι τροβαδούρος του ρομαντικού έρωτα ούτε σύμβουλος ευτυχίας των ζευγαριών. Γι΄ αυτόν, ο έρωτας είναι πόλεμος, όπου ο άνδρας επιδιώκει την κατάκτηση και την κυριαρχία πάνω στο αντικείμενο του πόθου του, η γυναίκα την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την κοινωνική άνοδο. Στο ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα ο Καραγάτσης είναι απελπισμένα νατουραλιστήςαπελπισμένα, επειδή ο βαθύς συναισθηματισμός του φαίνεται να τον σπρώχνει προς μια περισσότερο ιδεαλιστική θεώρηση, αλλά η παρατήρηση και η πείρα τού υποδεικνύουν κάτι διαφορετικό.
Aυτός ο διχασμός της συνείδησής του αποτυπώνεται με αυτοκριτικό τρόπο στον Κίτρινο φάκελο, κατά τη γνώμη μου το αριστούργημά του και ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, σίγουρα πάντως ένα από τα πιο πολυπρισματικά. Σ΄ αυτό, ο σχεδόν πενηντάρης πια Καραγάτσης σαρκάζει τον ίδιο τον νατουραλισμό και τον κοινωνικό ντετερμινισμό του, λύνοντας τελικά το δίλημμα υπέρ του απρόβλεπτου της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της συνισταμένης των κινήτρων της. Όπου το ανθρώπινο στοιχείο, σε αυτή την εκδοχή του, αντιπροσωπεύεται φυσικά από μια γυναίκα! Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο ιδιοφυής, πληθωρικός, συναισθηματικά ακόρεστος συγγραφέας Μάνος Τασάκος (που έχει πολλά κοινά με τον ίδιο τον Καραγάτση), συλλαμβάνει ένα «μυθιστορηματικό πείραμα» για να επαληθεύσει τη θεωρία του ότι το υλικό συμφέρον δεν είναι δυνατόν παρά να διαλύσει ερωτικούς και οικογενειακούς δεσμούς, όταν συγκρουστεί μαζί τους. Αρχίζει, λοιπόν, να χρησιμοποιεί πρόσωπα του κύκλου του εν αγνοία τους ως πειραματόζωα, κινώντας τα νήματα έτσι ώστε να τα οδηγήσει στις αντιδράσεις που έχει προβλέψει. Όλα φαίνεται να εξελίσσονται σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας του Τασάκου, ώσπου η γυναίκα-κλειδί στο σχέδιό του λειτουργεί ξαφνικά εντελώς αντίθετα με το σενάριο και διαψεύδει τη θεωρία, δείχνοντας ανώτερο ήθος και ποιότητα αισθημάτων.
Ο «αμοραλισμός» του Καραγάτση (πολλοί δεξιοί και αριστεροί ηθικολόγοι τον κατηγόρησαν και για χυδαιότητα) μόνο μέσα σε εισαγωγικά μπορεί να νοηθεί. Ο πραγματικός αμοραλιστής έχει μόνο μία θρησκεία, τον ηδονισμό. Και ο Καραγάτσης κάθε άλλο παρά ηδονιστής είναι! Το πιστεύω του είναι η αστική δημιουργία, προπαντός με τη μορφή της βιομηχανικής προόδου, που επιτυγχάνεται στα μυθιστορήματά του μέσα από την τελική ήττα των πρωταγωνιστών της σε ανθρώπινο επίπεδο, την αποτυχία τους να γνωρίσουν την ψυχική πλήρωση με την πραγματοποίηση των βαθύτερων επιθυμιών τους, αλλά είναι η ίδια ένα έργο με διάρκεια και εμβέλεια, που υπερβαίνει τους δημιουργούς του. Αυτή η απαισιόδοξα αισιόδοξη ματιά του Καραγάτση στην πορεία της ελληνικής κοινωνίας είναι που δίνει υπαρξιακό βάθος και λογοτεχνική ένταση στο κοινωνικό όραμά του, όπως εκφράζεται στα βιβλία του. Γιατί η ακραιφνής αστική αισιοδοξία δεν γέννησε ποτέ μεγάλα μυθιστορήματα παρά μόνο σπουδαίες σάτιρες…
Tο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 ο Καραγάτσης πολιτεύτηκε (ανεπιτυχώς) με το Κόμμα των Προοδευτικών. Ο αρχηγός αυτού του πολιτικού σχήματος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, είχε μερικές καίριες ομοιότητες με την ιδιοσυγκρασία και τις αντιλήψεις του Καραγάτση. Ήταν και οι δύο ανορθόδοξοι (με τα μέτρα της εποχής) δεξιοί, με ριζοσπαστικές απόψεις σε αρκετά ζητήματα, πληθωρικοί και άκρως φιλόδοξοι. Πίστευαν στον καθοριστικό ρόλο της προσωπικότητας και είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στο δικό τους, υπαρκτό, χάρισμα (αν και στην περίπτωση του Μαρκεζίνη, εντελώς αντίθετα από ό, τι ίσχυε για τον Καραγάτση, το χάρισμα αυτό δεν συμβάδιζε με το παρουσιαστικό). Αυτή η εμπιστοσύνη, με τις φιλοδοξίες που τη συνόδευαν, θα οδηγούσε πολύ αργότερα τον Μαρκεζίνη σε μια καιροσκοπική συνεργασία με τη χούντα του Παπαδόπουλου, συνεργασία που τερματίστηκε σύντομα, βίαια, άδοξα και ταπεινωτικά για τον πανέξυπνο πολιτικό από τη Σαντορίνη, αμαυρώνοντας οριστικά το όνομά του. Η μοίρα φάνηκε πιο σπλαχνική προς τον Καραγάτση, προφυλάσσοντάς τον από παρόμοιους πειρασμούς: έκοψε το νήμα του πρόωρα- ή έγκαιρα- μόλις στα πενήντα δύο του χρόνια, το 1960.
ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΟΝLINE